Βλεφαρόπτωση – Βλεφαροχάλαση
Βλεφαρόπτωση ονομάζεται η πτώση του άνω βλέφαρο του οφθαλμού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μικραίνει το άνοιγμα της βλεφαρικής σχισμής. Συνήθως αποτελεί κυρίως αισθητικό πρόβλημα, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις προκαλεί και δυσκολία στην όραση η αίσθημα κόπωσης καθώς ο ασθενής προσπαθεί να κρατήσει ανοιχτά τα βλέφαρα του.
Υπάρχουν πολλά αίτια πτώσης του άνω βλεφάρου. Τα συνηθέστερα είναι η εκ γενετής (συγγενής) πτώση του άνω βλεφάρου και η ηλικιακή πτώση λόγω χαλάρωσης των συνδέσμων του βλεφάρου. Υπάρχουν όμως κι άλλα αίτια, όπως νευρολογικά, αυτοάνοσα, τραυματικά, κ.ά. Σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται νευρολογικός η ανοσολογικό έλεγχος.
Βλεφαροχάλαση ονομάζεται η χαλάρωση του δέρματος του άνω βλεφάρου. Οφείλεται σε απορρόφηση του λίπους που βρίσκεται φυσιολογικά κάτω από το δέρμα του βλεφάρου όσο είμαστε νέοι. Μοιάζει εμφανισιακά πολύ με την βλεφαρόπτωση, ωστόσο στην περίπτωση της βλεφαροχάλασης δεν υπάρχει αληθής πτώση του βλεφάρου αλλά χαλάρωση του δέρματος. Έτσι δημιουργείται μία πτυχή περίσσειας δέρματος που κρέμεται πάνω από τις βλεφαρίδες του άνω βλεφάρου. Η βλεφαροχάλαση τυπικά συμβαίνει σε σχετικά πιο μεγάλης ηλικίας άτομα.
Η αντιμετώπιση των δύο ανωτέρω καταστάσεων είναι χειρουργική. Οφθαλμίατρός εξειδικευμένος στην αποκατάσταση των βλεφάρων διορθώνει χειρουργικά τους συνδέσμους του βλεφάρου στην περίπτωση της βλεφαρόπτωση, ή αφαιρεί την περίσσεια δέρματος στην περίπτωση της βλεφαροχάλασης. Και στις δύο περιπτώσεις η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία, είναι ανώδυνη, και έχει ήπια μετεγχειρητική αποκατάσταση.