Θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια

Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια αποτελεί μέρος μιας γενικότερης ανοσολογικής διαταραχής, η οποία προσβάλλει κυρίως τον θυρεοειδή αδένα και τους περιοφθαλμικούς ιστούς.

Η πάθηση ουσιαστικά προκαλείται από παραγωγή αυτο-αντισωμάτων, τα οποία στρέφονται εναντίον του θυρεοειδούς αδένα και των οφθαλμικών δομών. Σε διαφορετικά στάδια της νόσου μπορεί να υπάρχουν αυξημένα, φυσιολογικά, ή ελαττωμένα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών. Ωστόσο, ανιχνεύονται πολύ υψηλά επίπεδα αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων.

Η προσβολή των οφθαλμών μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της νόσου και μπορεί να υπάρχει σημαντική ασυμμετρία μεταξύ των δύο οφθαλμών όσον αφορά την κλινική εικόνα. Το πρώτο σύμπτωμα συνήθως είναι ένα ελαφρό οίδημα του άνω και του κάτω βλεφάρου, τα οποία εμφανίζουν μια χαρακτηριστική ‘πληρότητα‘. Κατόπιν εμφανίζεται συνήθως ανάσπαση του άνω βλεφάρου, με αποτέλεσμα ο πάσχων να φαίνεται με τρομαγμένη έκφραση σαν να έχει ‘γουρλώσει’ τα μάτια του. Μετά σταδιακά δημιουργείται ερυθρότητα στον επιπεφυκότα, αίσθημα ξηροφθαλμίας, καθώς και αίσθημα κόπωσης στους οφθαλμούς. Σε πιο προχωρημένη νόσο δημιουργείται εξόφθαλμο, καθώς η φλεγμονή μέσα στον κόγχο σπρώχνει το βολβό προς τα έξω. Επίσης προσβάλλονται οι οφθαλμοκινητικοί μύες, οι οποίοι φλεγμαίνουν και τελικά παθαίνουν ίνωση, με αποτέλεσμα την εμφάνιση στραβισμού και διπλωπίας. Το οίδημα που προκαλεί η φλεγμονή εντός του οφθαλμικού κόγχου ενίοτε μπορεί να πιέσει το οπτικό νεύρο και να απειλήσει τον ασθενή με απώλεια όρασης. Εάν δεν υπάρξει έγκαιρη αντιμετώπιση, η νόσος οδηγεί σε πολύ μεγάλο περιορισμό της οφθαλμικής κινητικότητας, σοβαρή διπλωπία και σε πολύ παραμελημένες περιπτώσεις ακόμη και σε απώλειά όρασης. Μπορεί πάντως να επηρεάσει πολύ σοβαρά την λειτουργικότητα του ασθενούς.

Η αντιμετώπιση της νόσου γίνεται με την συνεργασία ενδοκρινολόγου και οφθαλμίατρου ειδικευμένου σε παθήσεις κόγχους και σε στραβισμούς. Η αντιμετώπιση των οφθαλμικών προβλημάτων είναι περίπλοκη και μακροχρόνια. Συνίσταται σε χρήση εφυγραντικών ουσιών για την αντιμετώπιση της ξηροφθαλμίας, χρήση ειδικών πρισμάτων σε περίπτωση διπλωπίας, χειρουργική αποσυμπίεση του κόγχου σε περίπτωση πίεσης στο οπτικό νεύρο η σοβαρού εξόφθαλμου,και αργότερα χειρουργική διόρθωση του στραβισμού και της διπλωπίας, και χειρουργική αποκατάσταση των βλεφάρων. Οι χειρουργικές παρεμβάσεις πραγματοποιούνται όταν ο ενδοκρινολόγος έχει θέσει τη νόσο υπό πλήρη έλεγχο.